- τριγωνικούς
- τριγωνικόςtriangularmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
καψέλλα — Μονοετής πόα (Capsella bursa pastoris) της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), πολύ κοινή κατά μήκος των αγροτικών δρόμων. Είναι ζιζάνιο των αγρών, διαδεδομένο ακόμα και στις κατοικημένες περιοχές, όπου φύεται στις βάσεις των τοίχων. Έχει… … Dictionary of Greek
λαβατέρα — (Lavatera). Γένος φυτών της οικογένειας malvaceae. Είναι ποώδες φυτό, διετές ή πολυετές, το ύψος του οποίου ποικίλλει και μπορεί να φτάσει σε αρκετά μέτρα. Έχει όρθιο, ισχυρό και ξυλώδη βλαστό. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, καρδιοειδή, οδοντωτά, με… … Dictionary of Greek
κάρεξ — (Carex). Γένος μονοκοτυλήδονων, πολυετών, αγρωστόμορφων ποωδών φυτών της οικογένειας των κυπηριδών. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 40 είδη, γνωστά με τις ονομασίες σπαθόχορτα, ξιφάρες και μαχαιρίδια. Αυτοφύονται στις όχθες των τελμάτων, στα… … Dictionary of Greek
Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες … Dictionary of Greek